Σάββατο 21 Νοεμβρίου 2009

ΚΥΝΣΜΠΕΡΓΚ ΚΑΙ ΠΕΝΤΕΛΜΠΟΥΡΥ

Από τον τέταρτο τόμο της ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΤΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ του Δημοσθένη Κούκουνα, με θέμα "Η Κρήτη υπό Κατοχή":


Ο ΚΥΝΣΜΠΕΡΓΚ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

Μόλις οι Γερμανοί κατέλαβαν την Ελλάδα και στις 27 Απριλίου 1941 εισήλθαν στην Αθήνα, έφθασαν δύο ειδικές αποστολές. Στη μία προΐστατο ο Γερμανός βυζαντινολόγος καθηγητής Φραντς Νταίλγκερ[1].
Παράλληλα με τη δραστηριότητα του καθηγητή Νταίλγκερ (ο οποίος σημειωτέον στη δεκαετία 1960 τιμήθηκε από την Ακαδημία Αθηνών με τον τίτλο του ξένου εταίρου), η Ειδική Μονάδα Κύνσμπεργκ εμφανίσθηκε ταυτόχρονα στην Αθήνα με την πολυάριθμη σύνθεσή της, ύστερα από μια πολυήμερη παραμονή της στο Βελιγράδι όπου συνέλεξε μέρος από τα σερβικά αρχεία. Το ιδιαίτερο ενδιαφέρον της Ειδικής Μονάδας στην Αθήνα είχε πολιτική χροιά και το πρώτο που αναζήτησε ήταν τα απόρρητα αρχεία του υπουργείου Εξωτερικών, τα οποία όμως δεν ανευρέθηκαν. Οι πληροφορίες, που συγκέντρωσε για το θέμα αυτό ο Κύνσμπεργκ, ήταν ότι τα μετέφερε μαζί της η κυβέρνηση Τσουδερού στην Κρήτη. Ένα από τα ζητήματα που όλως παραδόξως απασχόλησαν την Ειδική Μονάδα ήταν και το ζήτημα της αυτοκτονίας του πρωθυπουργού Κοριζή μόλις δέκα μέρες νωρίτερα.
Επισκέφθηκαν την οικογένεια του, ζητώντας λεπτομερείς πληροφορίες αν πράγματι και πώς αυτοκτόνησε, υπαινισσόμενοι μήπως επρόκειτο για δολοφονία εκ μέρους των βρετανικών μυστικών υπηρεσιών. Η χήρα του εκλιπόντος απάντησε σταθερά ότι δεν συνέβη τίποτε περισσότερο από όσα είναι ήδη γνωστά και με υπομονή έδωσε όλες τις διευκρινίσεις που της ζητήθηκαν. Τις θλιβερές εκείνες μέρες στην Αθήνα κυκλοφορούσαν ποικίλες φήμες και η γερμανική προπαγάνδα του Βερολίνου τις είχε ευχαρίστως διογκώσει και αναμεταδώσει.
Για το ίδιο θέμα αναζητήθηκαν διαφωτιστικές λεπτομέρειες και από τις αστυνομικές αρχές, οι οποίες όμως δήλωσαν πλήρη άγνοια, αφού ούτε καν ιατροδικαστική έκθεση δεν γνώριζαν να είχε συνταχθεί.
Παρόμοια έρευνα έκαναν οι Γερμανοί και για τον θάνατο του Ιωάννη Μεταξά, που είχε συμβεί τρεις μήνες πριν, με την προσδοκία ότι θα μπορούσαν να τον επιρρίψουν και αυτόν στις μυστικές υπηρεσίες των Άγγλων. Αλλά και στην περίπτωση αυτή, δεν υπήρχε κάποιο αξιόλογο και αξιόπιστο στοιχείο, εκτός από απλές και αναπόδεικτες φήμες.
Στις 3 Μαΐου και ενώ ο Χάινο Κύνσμπεργκ ερευνούσε αυτά και άλλα συναφή θέματα, πληροφορήθηκε τον θάνατο του πατέρα του και πήρε άδεια να μεταβεί στη Χαϊδελβέργη για οικογενειακούς λόγους. Στη συνέχεια πήγε στο Βερολίνο, όπου ενημέρωσε τον Γερμανό υπουργό Εξωτερικών Ρίμπεντροπ για τις κινήσεις και τα ευρήματά του. Η επόμενη αποστολή που θα αναλάμβανε θα ήταν μια πολύμορφη λεπτή αποστολή στην Κρήτη.

ΜΑΧΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΡΗΤΗ

Ήδη το γερμανικό επιτελείο είχε συντάξει την «Επιχείρηση Ερμής» και την προετοίμαζε προσεκτικά. Ο Χίτλερ και οι στρατηγοί του δεν θεωρούσαν ολοκληρωμένη την κατάληψη της Ελλάδος χωρίς τη μεγαλόνησό της και, αν δεν θα είχε εξουδετερωθεί και αυτή, δεν επρόκειτο να προχωρήσουν στο επόμενο βήμα, που ήταν η κήρυξη του πολέμου κατά της ΕΣΣΔ. Επείγονταν, συνεπώς, να εκκαθαρίσουν πλήρως τον ελληνικό χώρο.
Από γερμανικής πλευράς δεν υπήρχε ειδικό ενδιαφέρον για την Κρήτη, προκειμένου να αξιοποιηθεί ως ένα κύριο στρατηγικό σημείο της Μεσογείου. Είναι χαρακτηριστικό ότι το «Φρούριο Κρήτη» μέχρι το τέλος του πολέμου, αν και το κατείχαν, οι Γερμανοί δεν το χρησιμοποίησαν στρατιωτικά. Ωστόσο το είχαν οχυρώσει πλήρως και παρά τις δυσχέρειες που τους προκαλούσε η ύπαρξη του αντιστασιακού κινήματος διέθεσαν ικανές δυνάμεις για να διατηρούν την κατοχή του.
Την άνοιξη του 1941, όμως, έπρεπε πάση θυσία να καταλάβουν τη μεγαλόνησο, ώστε να αποτρέψουν τον έλεγχό της από τους Βρετανούς. Στα χέρια των τελευταίων άλλη αξία θα είχε η Κρήτη, σε συνδυασμό και με τα άλλα δύο στρατηγικά μεγάλα νησιά της Μεσογείου, την Κύπρο και τη Μάλτα, που τα κατείχαν σταθερά. Εκδιώκοντας τους Βρετανούς από την Κρήτη, λοιπόν, μειωνόταν η στρατηγική αξία της Κύπρου και της Μάλτας, ενώ ταυτόχρονα η κατεχόμενη από τους Ιταλούς Δωδεκάνησος γινόταν ανέγγιχτη για κάθε συμμαχικό ενδιαφέρον.
Αν, αντίθετα, οι Γερμανοί θα έχαναν τελικά τον έλεγχο της Κρήτης, η άμυνα της Δωδεκανήσου γινόταν επισφαλής. Παράλληλα, είναι σχεδόν βέβαιο ότι στο ενδεχόμενο αυτό άλλη θα ήταν και η συμπεριφορά της Τουρκίας, οπότε το υπό εκκόλαψη τότε Ανατολικό Μέτωπο θα είχε πάντα τα νώτα του σε κίνδυνο.
Ήταν κατανοητό λοιπόν ότι για την Κρήτη θα γινόταν εντατική προσπάθεια. Και έγινε.
Ωστόσο, τις πρώτες μέρες της Μάχης οι ίδιοι οι Γερμανοί δεν είχαν πεισθεί ότι αυτό το μέτωπο θα έκλεινε μέσα στα επόμενα 24ωρα. Παρά την πληθώρα των μέσων που είχαν αφειδώς διαθέσει, δεν μπορούσαν να γνωρίζουν πόσο επιτυχής ακριβώς ήταν η οχύρωση που είχαν ετοιμάσει οι Άγγλοι στο τελευταίο εξάμηνο. Και εδώ, θα πρέπει να αναφερθεί ότι ούτε οι ίδιοι οι Άγγλοι δεν είχαν συναίσθηση του τι είχαν πράξει. Θεωρούσαν απόρθητη την Κρήτη και αδιαφορούσαν αν θα έχουν ελληνικές δυνάμεις στο πλευρό τους, ενώ η άμυνα που είχαν προετοιμάσει ήταν διάτρητη – όπως αποδείχθηκε.
Χωρίς να υπάρχει διάθεση να εκφέρουμε αρνητικό λόγο, ουσιαστικά η μόνη άμυνα που προτάχθηκε στους Γερμανούς στην Κρήτη ήταν εκείνη των αόπλων κατοίκων της, για την οποία βεβαίως οι διεθνείς νόμοι έχουν άλλη άποψη.

Ο ΚΥΝΣΜΠΕΡΓΚ ΣΤΗΝ ΚΡΗΤΗ

Στις 23 Μαΐου 1941, τρεις ημέρες μετά από την πρώτη ρίψη αλεξιπτωτιστών στην Κρήτη, ο Χάινο Κύνσμπεργκ στέλνει από την Αθήνα την απόρρητη αναφορά του προς τον προϊστάμενό του υπουργό, τον Ιωακείμ φον Ρίμπεντροπ:
«Αναφέρω ότι επέστρεψα στην Αθήνα στις 22 Μαΐου. Όπως ήδη σας αναφέρθηκε το τμήμα της Ειδικής Μονάδας, που παρέμεινε στην Αθήνα, είχε ολοκληρώσει τις προετοιμασίες του για την επιχείρηση Κρήτης και ήταν έτοιμο, σύμφωνα με τη διαταγή, να αναχωρήσει για το νησί μόλις θα επέστρεφα. Μόλις έφθασα, ο επιτελάρχης του 11ου αεροπορικού σώματος, του οποίου διοικητής είναι ο στρατηγός Στούντεντ, μου ανακοίνωσε ότι ο σταθμός διοικήσεως του Σώματος θα ήταν έτοιμος για αναχώρηση το ενωρίτερο στις 23 Μαΐου και ότι στην Κρήτη θα μεταφερόταν στις 24 Μαΐου.
Η επίσπευση της μεταφοράς της Ειδικής Μονάδας αποκλειόταν, δεδομένου ότι οι δυσχέρειες ανεφοδιασμού στην περιοχή της μάχης είναι τόσο μεγάλες, ώστε η ηγεσία θα ήταν ευτυχής αν θα μπορούσε να ανταποκριθεί στις αιτούμενες από τον μαχόμενο στρατό επείγουσες ενισχύσεις σε έμψυχο υλικό και πολεμοφόδια. Η προσφορότερη ευκαιρία για την Ειδική Μονάδα θα ήταν να μεταφερθεί συγχρόνως με τον σταθμό διοικήσεως του Σώματος, επειδή προηγουμένως ούτε αεροπλάνα ούτε πεδίο προσγειώσεως θα είναι διαθέσιμα. Τα μέχρι σήμερα πρώτα κύματα που στάλθηκαν τα αποτελούσαν, σχεδόν αποκλειστικά, αλεξιπτωτιστές, των οποίων οι απώλειες κατά τις εκτιμήσεις του επιτελείου του Σώματος ανέρχονται σε 50%.
Όσα αεροσκάφη μπόρεσαν να προσγειωθούν, χρησιμοποίησαν γι’ αυτό την ακτή, επειδή μέχρι τώρα δεν έχουν καταληφθεί τα αεροδρόμια ή δεν μπορούν λόγω των εχθρικών αντεπιθέσεων να κρατηθούν. Σχεδόν το ένα τρίτο των μεταφορικών αεροσκαφών που διατέθηκαν καταστράφηκαν.
Από τα 35 μεταγωγικά πλοία, που αρχικά διατέθηκαν για την επιχείρηση κατά της νήσου, τα 29 βυθίσθηκαν από τον εχθρό, ενώ τα υπόλοιπα 6 κατέφυγαν σ’ ένα λιμάνι της Πελοποννήσου.
Η αναχώρησή μας με το πρώτο αεροπλάνο του δευτέρου κύματος εξασφαλίσθηκε αμέσως μετά την επιστροφή μου στην Αθήνα».
Παρά την πεποίθησή του ότι θα προσεδαφιζόταν στην κρητική γη από τις 24 του μηνός, ο Κύνσμπεργκ μόνο στις 28 το καταφέρνει. Και αναφέρει στον προϊστάμενό του υπουργό:
«Τις πρώτες πρωινές ώρες της 28ης Μαΐου έφθασε η Ειδική Μονάδα στην Κρήτη. Κατά την προσγείωση τόσο το δικό μας αεροπλάνο, όσο και 25 άλλα, καταστράφηκαν ανεπανόρθωτα, λόγω της αθλίας καταστάσεως του πεδίου προσγειώσεως. Το πλήρωμα του αεροπλάνου και τα μέλη της Ειδικής Μονάδας διασώθηκαν όλα».
Η ολιγόλογη αναφορά του θα πρέπει να έκρυβε πολλούς μόχθους. Την ίδια μέρα δίνει με τον ασύρματο μια νεώτερη αναφορά:
«Το βράδυ της 27ης Μαΐου κατελήφθησαν τα Χανιά από τμήματα αλεξιπτωτιστών και αλπινιστών. Το πρωί της 28ης Μαΐου έφθασε η Ειδική Μονάδα στην πόλη και εγκαταστάθηκε στο διοικητήριο. Ύστερα από ανακρίσεις διαπίστωσε ότι, εκτός από τον βασιλέα, τα ακόλουθα στελέχη της κυβερνήσεως βρίσκονταν μέχρι την 20ή Μαΐου στα Χανιά: Τσουδερός, Παπαδάκης, Νικολούδης, Μανιαδάκης, Δημητράτος, Σακελλαρίου και Λεβίδης. Ο βασιλεύς, ο Τσουδερός, ο Παπαδάκης και ο Λεβίδης πρέπει να βρίσκονται ακόμη στην Κρήτη, ενώ οι άλλοι διέφυγαν στην Αίγυπτο».
Οι πληροφορίες που μεταδίδει στο Βερολίνο, δεν είναι όλες σωστές. Κατ’ αρχήν, ο βασιλεύς και ο πρωθυπουργός του ήδη είχαν φύγει και βρίσκονταν στην Αίγυπτο, ενώ ο πρεσβευτής Βασίλειος Παπαδάκης και ο αυλάρχης Δημήτριος Λεβίδης δεν θα μπορούσαν θεσμικά να θεωρηθούν ως μέλη ή έστω στελέχη της κυβερνήσεως. Αυτό σύντομα θα το διαπιστώσει αυτοπροσώπως ο Κύνσμπεργκ, καθώς από τη στιγμή που φθάνει στα Χανιά αρχίζει μια ζωτικότατη πορεία σε όλες τις περιοχές που ελέγχουν οι Γερμανοί. Στα Σφακιά, όπου επίσης έφθασε, έμαθε ότι ο Γεώργιος Β΄ και ο Τσουδερός με την ολιγομελή ακολουθία τους είχαν επιβιβασθεί σε αγγλικό πολεμικό σκάφος και είχαν εγκαταλείψει την Κρήτη. Όσες πληροφορίες συγκεντρώνει, ακόμη και τις ανεξακρίβωτες, σπεύδει να τις μεταδίδει στο Βερολίνο από τον ασύρματο που έχουν οι άνδρες του.
Η σύνθεση αυτής της Ειδικής Μονάδας δεν διέθετε μόνον επιστήμονες, εμπειρογνώμονες και γραφειοκράτες, όπως θα μπορούσε κανείς να φαντασθεί. Συμπεριλαμβάνονταν και ικανότατοι κομάντος ή έμπειροι κατάσκοποι. Και μπορεί μεν πρωταρχικός στόχος να ήταν η αναζήτηση των απορρήτων κρατικών αρχείων, τα οποία μετέφερε μαζί της η ελληνική κυβέρνηση στην περιπέτεια που ζούσε, αλλά η μονάδα του Κύνσμπεργκ δεν θα παρέλειπε να εφαρμόσει ένα σχέδιο που έλπιζαν οι Γερμανοί ότι θα κατόρθωναν: την αιχμαλωσία του Γεωργίου Β΄ και της κυβερνήσεώς του.
Μια τέτοια εξέλιξη θα είχε μάλλον εξαιρετικό πολιτικό χαρακτήρα, παρά στρατιωτικό, το δε αντίκρυσμά της θα είχε πολλαπλό πολιτικό όφελος για τη Γερμανία. Η κοινή γνώμη θα μπορούσε να πληροφορηθεί ότι ο πράγματι μοναδικός σύμμαχος της Αγγλίας της εκείνη την ώρα είχε χάσει αύτανδρη την ηγεσία του.
Έστειλε και άλλες αναφορές ο Κύνσμπεργκ προς το γερμανικό υπουργείο Εξωτερικών, αλλά δεν έχουν διασωθεί όλες. Η επόμενη διασωθείσα αναφορά του είναι από το Ηράκλειο, με ημερομηνία 6 Ιουνίου 1941. Είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα:
«Εξακρίβωσα, κατά τρόπο αναμφισβήτητο, ότι ο Άγγλος υποπρόξενος Πεντέλμπουρυ, πρώην επιμελητής του Βρετανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου της Κνωσού, ήταν ο αρχηγός της Ιντέλιτζενς Σέρβις στην Κεντρική Κρήτη. Στην κατοικία του βρέθηκαν μεγάλες ποσότητες εκρηκτικών υλών, καθώς και πολύ επιβαρυντικά στοιχεία. Κλήθηκε αμέσως φωτογράφος της Υπηρεσίας Πολεμικής Προπαγάνδας, που φωτογράφησε τα ευρήματα, τα οποία στο μεταξύ φυλάσσονταν. Στη συνέχεια, σε επιτροπή που την αποτελούσαν ο στρατιωτικός διοικητής της περιφέρειας, μέλη της Ειδικής Μονάδας, ο Έλληνας νομάρχης, ο δήμαρχος και ο διοικητής της Χωροφυλακής, καθώς και ο παραμένων στο Ηράκλειο πολιτογραφημένος Άγγλος υποπρόξενος ελληνικής καταγωγής, επιδείχθηκαν τα ευρήματα, ενώ συνετάγη και υπεγράφη πρακτικό με το οποίο πιστοποιήθηκε η ανεύρεση της αποθήκης με τις εκρηκτικές ύλες. Το πρακτικό συνετάγη στα γερμανικά, ελληνικά και αγγλικά και υπογράφηκε οικειοθελώς από τους εκπροσώπους των τριών εθνών. Ο διοικητής της Μεραρχίας εξέφρασε στην Ειδική Μονάδα την ιδιαίτερη ικανοποίησή του για την ανακάλυψη της οργανώσεως που διέθετε στην Κρήτη η μυστική βρετανική υπηρεσία. Η δίωξη των πρακτόρων του Πεντέλμπουρυ – των οποίων ο κατάλογος ονομάτων, το στέλεχος αποδείξεων πληροφοριών, καθώς και άλλα στοιχεία, βρίσκονται στα χέρια μας – θα γίνει από κοινού με τις στρατιωτικές αρχές».
Αργότερα την ίδια ημέρα έστειλε ο Κύνσμπεργκ και άλλο τηλεγράφημα προς το Βερολίνο:
«Κατά την έρευνα του βρετανικού προξενείου Ηρακλείου βρέθηκε η κατωτέρω επιστολή του Βρετανού υποπροξένου Ηλιάδη, που διαβιβάσθηκε στον από το 1940 ομοίως στο Ηράκλειο υπηρετούντα υποπρόξενο και διευθυντή της Ιντέλιτζενς Σέρβις. Η επιστολή μαρτυρεί αδιαμφισβήτητα ότι από κάθε ταράτσα της “ανοικτής” πόλης του Ηρακλείου πυροβόλησαν κατά των επιτιθεμένων Γερμανών, έτσι ώστε ο βομβαρδισμός και μη στρατιωτικών στόχων να δικαιολογείται εκ των υστέρων.
Σε γερμανική μετάφραση, η επιστολή έχει ως εξής:
“Βρετανικό Υποπροξενείο Ηρακλείου
14 Μαΐου 1941
Προς τον λοχαγό Πεντέλμπουρυ
Αυτόπτες μάρτυρες με πληροφόρησαν ότι Άγγλοι στρατιώτες που διαμένουν στο ξενοδοχείο “Ελβετία” (μικρό Χαμαμάκι) πυροβόλησαν, κατά τη χθεσινή αεροπορική επιδρομή, από την ταράτσα του προαναφερθέντος ξενοδοχείου εναντίον των εχθρικών αεροπλάνων. Μια τέτοια ενέργεια, κατά τη γνώμη του αμάχου πληθυσμού, θα μπορούσε να εκληφθεί ως πρόκληση από τον εχθρό, πράγμα όμως που ευτυχώς μέχρι στιγμής δεν συνέβη.
Σας γνωρίζω τα ανωτέρω για να λάβετε τα ενδεικνυόμενα μέτρα, σε περίπτωση που συμφωνείτε με την άποψη της κοινής γνώμης.
Ηλιάδης, Βρετανός υποπρόξενος”.
Το Ηράκλειο υπέστη ευρύτατες καταστροφές από τον βομβαρδισμό».
Όταν λίγο αργότερα, η Ειδική Μονάδα Κύνσμπεργκ ολοκλήρωσε τις ανακρίσεις γύρω από την υπόθεση και αφού πείσθηκε ότι ο Πεντέλμπουρυ δεν βρισκόταν εν ζωή, οι Γερμανοί εξόρισαν τον Ηλιάδη σε άλλη ελληνική πόλη και συγκεκριμένα στον Βόλο.
Στάλθηκε εκεί μαζί με την οικογένειά του και τελούσε υπό περιορισμό. Αν και βαθύπλουτος ο ίδιος, στη συγκεκριμένη περίοδο της ζωής του και με τις υπάρχουσες συνθήκες, ο Ελληνοβρετανός πρόξενος κυριολεκτικά δεν είχε να φάει στον Βόλο και τη σίτισή του ανέλαβε το Δημοτικό Συμβούλιο Βόλου. Σημειωτέον ότι η αδελφή του Ντομινή, που ήταν αδελφική φίλη της Έλενας Σκυλίτση-Βενιζέλου, είχε ως σύζυγο τον περίφημο Βρετανό πολιτικό Λόρδο Άρθουρ Κρόσφιλντ και αυτό μπορεί να είναι μια λογική εξήγηση για τη σταθερή φιλελληνική στάση του τελευταίου στα κρίσιμα χρόνια μετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο.

ΘΗΣΑΥΡΟΣ ΣΤΟ ΗΡΑΚΛΕΙΟ

Όπως ήδη γνωρίζουμε, η αποστολή της Ειδικής Μονάδας Κύνσμπεργκ είχε ιδιαίτερους και κυρίως πολιτικούς και πολιτιστικούς στόχους, αλλά μόνον οικονομικούς στόχους δεν είχε. Αυτό πάντως δεν την εμπόδισε να συγκεντρώσει μια σημαντική ποσότητα χρυσών και ασημένιων νομισμάτων, καθώς και τιμαλφών. Έχοντας δεδομένη την εξουσία να διενεργεί ό,τι είδους έρευνες ήθελε, έφθασε στο θησαυροφυλάκιο της Τράπεζας της Ελλάδος στο Ηράκλειο, όπου εντόπισε έναν αμύθητο θησαυρό. Έσπευσε να τον καταμετρήσει και να τον κατασχέσει.
Η ελληνική κυβέρνηση ίσως από αμέλεια κάποιων υπευθύνων ή το πιθανότερο από βιασύνη, είχε ξεχάσει αυτόν τον θησαυρό στα υπόγεια του υποκαταστήματος Ηρακλείου. Όπως αναφέρει ο Γερμανός αξιωματούχος, επρόκειτο προφανώς για έσοδα εράνων, μάλλον υπέρ της αεροπορίας θα προσθέταμε εμείς.
Στις 7 Ιουνίου λοιπόν ο Κύνσμπεργκ τηλεγραφούσε στο Βερολίνο:
«Ενώ διαρκούσε η έρευνα για τα κρατικά αρχεία, η Ειδική Μονάδα του υπουργείου Εξωτερικών ανακάλυψε στις 5 Ιουνίου στο Ηράκλειο, στο θησαυροφυλάκιο της Τράπεζας της Ελλάδος 91,502 κιλά χρυσού και 127,075 κιλά αργύρου σε νομίσματα, καθώς και ένα μεγάλο και πέντε μικρά κιβώτια γεμάτα χρυσό, άργυρο και κοσμήματα από τα αποθέματα που προορίζονταν για τις ελληνικές αμυντικές δαπάνες. Παραδόθηκαν προς φύλαξη στον στρατιωτικό διοικητή, ταγματάρχη Τρέεκ, μαζί με το κλειδί του θησαυροφυλακίου. Προτείνω ο πληρεξούσιος του Ράιχ για την Ελλάδα να παραλάβει με αντιπρόσωπό του τα ευγενή αυτά μέταλλα».
Οπωσδήποτε δεν ήταν το κύριο μέλημα του Γερμανού Κύνσμπεργκ η αναζήτηση θησαυρών σε μια κατεχόμενη χώρα. Το πρώτιστο ενδιαφέρον του ήταν η ανεύρεση των απορρήτων του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών και συνεχίζει αυτό να το ψάχνει σε όλες τις μεγάλες κρητικές πόλεις. Στο τηλεγράφημά του της 8ης Ιουνίου 1941 προς τον Ρίμπεντροπ αναφέρει:
«Στην προσπάθεια για την ανακάλυψη των κρατικών αρχείων που μεταφέρθηκαν από την Αθήνα στην Κρήτη, ερευνήθηκαν λεπτομερώς από την Ειδική Μονάδα οι παράλιες πόλεις Ηράκλειο και Ρέθυμνο.
Στο Ηράκλειο για πολλές μέρες ερευνήθηκαν τα δημόσια κτίρια, οι τράπεζες, βιομηχανικές εγκαταστάσεις, οι λιμενικές αποθήκες και τα βρετανικά ιδρύματα και έγιναν εξονυχιστικές ανακρίσεις των δημοσίων υπαλλήλων που υπηρετούσαν εκεί. Απ’ αυτές, προέκυψε ότι η κυβέρνηση Τσουδερού παρέμεινε μόνο για ένα 24ωρο στο Ηράκλειο, ύστερα δε μεταφέρθηκε στον όρμο της Σούδας. Βεβαιώθηκε επίσης εδώ ότι σε όλη τη διάρκεια της παραμονής της στο νησί, διατηρούσε την έδρα της στα Χανιά.
Με τις σύμφωνες μαρτυρίες του νομάρχη, του δημάρχου, των άλλοτε στελεχών της Χωροφυλακής και των εδώ εγκατεστημένων Γερμανών, στο Ηράκλειο μεταφέρθηκαν μόνον αποθέματα χρυσού και αργύρου και όχι τα κρατικά αρχεία.
Για τη μεταφορά των αρχείων από τα Χανιά και τον όρμο της Σούδας στο Ρέθυμνο ή το Ηράκλειο, μετά από την κάθοδο των αλεξιπτωτιστών δεν υπήρχε καμιά δυνατότητα να γίνει, αφού ο μοναδικός από ανατολών προς δυσμάς δρόμος είχε αποκλεισθεί λόγω των πολεμικών επιχειρήσεων, ενώ και στις τρεις πόλεις διεξάγονταν σφοδρές μάχες. Εξ άλλου, όπως κατέθεσαν όλοι οι μάρτυρες, από τη γερμανική απόβαση και τις σφοδρές αεροπορικές επιθέσεις επικρατούσε γενική σύγχυση, που καθιστούσε αδύνατη τη μεταφορά των αρχείων προς την κατεύθυνση αυτή. Ο ίδιος ο βασιλεύς και το στενό του περιβάλλον, Τσουδερός, Παπαδάκης και Λεβίδης, υποχρεώθηκαν να διαφύγουν προς νότον πεζοπορώντας μέσα από τα βουνά».
Δεν θα πρέπει να παραγνωρισθεί ότι οι Γερμανοί διέθεταν καλή πληροφόρηση για την Κρήτη πριν καν αρχίσει ο ελληνοϊταλικός πόλεμος, αφού από ετών είχαν εγκαταστήσει ένα ευάριθμο κατασκοπευτικό δίκτυο στις κυριότερες πόλεις του νησιού, κατ’ εξοχήν δε στο Ηράκλειο και τα Χανιά. Το δίκτυο αυτό, παρά τις προσπάθειες της ελληνικής αντικατασκοπίας, που εντάθηκαν μετά την έναρξη της γερμανικής εισβολής στις 6 Απριλίου 1941, και παρά τις παρασκηνιακές κινήσεις της βρετανικής κατασκοπείας τοπικά, εξακολουθούσε να λειτουργεί ακόμη και κατά την εκδήλωση της γερμανικής εισβολής στο νησί. Χαρακτηριστικά αναφέρεται ότι άνθρωποι των Γερμανών διατηρούσαν μέσω ασυρμάτου επικοινωνία, ώστε να δίνουν καθημερινή ενημέρωση, αν και με τις καθημερινές αεροπορικές πτήσεις της Λουφτβάφε πάνω από την Κρήτη συνέλεγαν πρόσθετα στοιχεία.
Όπως είναι επόμενο, μόλις επεκράτησαν οι Γερμανοί στην Κρήτη, το δίκτυο αυτό ανασυστήθηκε και ανανεώθηκε, επιστρατεύοντας και νέα πρόσωπα. Συνεπώς ο Κύνσμπεργκ μπορούσε να έχει αξιόπιστες πληροφορίες για τα θέματα που τον ενδιέφεραν από ασφαλείς πηγές, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι διέθετε την εξουσία να πραγματοποιεί ανακρίσεις και να συλλέγει γραπτές καταθέσεις.
Οι Γερμανοί στην επίθεσή τους κατά της Κρήτης χρησιμοποίησαν για πρώτη (και τελευταία) φορά κατά τη διάρκεια του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου το σώμα των αλεξιπτωτιστών, επιδιώκοντας να έχουν μια αιφνιδιαστική και ταχεία νίκη. Επιδίωξή τους ήταν όμως να επιτύχουν και κάποιο εντυπωσιακό στοιχείο, όπως π.χ. η ενδεχόμενη σύλληψη του Γεωργίου Β΄. Περί τον στόχο αυτόν είχαν οργανώσει ολόκληρη εκστρατεία, όπως προέκυψε. Είχαν εντοπίσει το ακριβές σημείο όπου κατοικούσε κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Κρήτη (στη βίλα Πελακαπίνα), που έγινε βασικός στόχος και όταν εκδηλώθηκε η επίθεση έπεσαν πολλοί αλεξιπτωτιστές γύρω από τη βίλα, που είχαν στον λαιμό ένα μαντήλι με τοπικό χάρτη και με την ένδειξη στα γερμανικά «Εδώ ο βασιλιάς». Μόλις το προηγούμενο βράδυ είχε απομακρυνθεί ο βασιλιάς, ύστερα από επίμονα και πιεστικά διαβήματα του Νεοζηλανδού στρατηγού Φράυμπεργκ, αφού η εισβολή αναμενόταν επί μία εβδομάδα, σύμφωνα με τις αγγλικές πληροφορίες.
Πόσο κοντά βρέθηκαν οι Γερμανοί και σε άλλες περιπτώσεις στη συνέχεια, διαπιστώνεται και από άλλες μαρτυρίες. Ο διπλωμάτης Βασίλειος Παπαδάκης, ο οποίος ανήκε στη συνοδεία του βασιλέως κατά την περιπλάνησή του στα κρητικά βουνά και ο οποίος ήταν εκείνος που είχε την ευθύνη των απορρήτων κρατικών αρχείων, συνελήφθη από Γερμανούς αλεξιπτωτιστές. Ο Β. Παπαδάκης, που μέχρι τότε ήταν στη διοίκηση της ΕΟΝ (δηλ. της Νεολαίας του Μεταξά) επίσημα αποσπασμένος και που, παρ’ όλα όσα είχαν μεσολαβήσει, φορούσε και τη μαύρη στολή αξιωματούχου της Νεολαίας, κατόρθωσε να δραπετεύσει από τους αλεξιπτωτιστές και ύστερα από περιπετειώδη πορεία παράλληλη προς εκείνη της υπόλοιπης βασιλικής συνοδείας ενώθηκε μαζί της για να καταλήξουν όλοι μαζί στην Αγία Ρουμέλη.

Ο ΛΩΡΕΝΣ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ

Ιπποτικός ο Γερμανός αξιωματούχος μιλάει για τον άγνωστο αντίπαλό του, τον Τζων Πεντέλμπουρυ, που είχε αφήσει μέχρι τότε τις καλύτερες εντυπώσεις, όπως παραδέχεται. Τον θεωρεί ως τον «Λώρενς της Κρήτης», που θα μπορούσε να κρατήσει σε αναστάτωση τον πληθυσμό της Κρήτης αν εξακολουθούσε να ζει. Με θαυμασμό περιγράφει όσες από τις δραστηριότητες του Βρετανού αρχαιολόγου-κατασκόπου μπόρεσε να πληροφορηθεί, χωρίς να παραλείπει να τονίζει προς τους ανωτέρους του ότι η τυχόν παρουσία του στην Κρήτη θα προκαλέσει ανταρτοπόλεμο όχι μόνο στη μεγαλόνησο, αλλά και στα γειτονικά Δωδεκάνησα που κατείχε η Ιταλία.
Στις 8 Ιουνίου ο Κύνσμπεργκ κάνει μια ανακεφαλαίωση στη νέα αναφορά του που στέλνει στο υπουργείο Εξωτερικών:
«Κατά την αναζήτηση των αρχείων του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών που μεταφέρθηκαν στην Κρήτη, ερευνήθηκε επίσης και το αγγλικό υποπροξενείο του Ηρακλείου, καθώς και η βίλα Αριάδνη, έδρα της Βρετανικής Αρχαιολογικής Σχολής στην Κνωσό. Εξακριβώθηκε έτσι ότι πρώην επιμελητής και μόνιμος συνεργάτης του ινστιτούτου αυτού Τζων Πεντέλμπουρυ, που τον Ιούνιο του περασμένου έτους διορίσθηκε ως δεύτερος Βρετανός υποπρόξενος στο Ηράκλειο, είχε τη διεύθυνση της Ιντέλιτζενς Σέρβις για την Κεντρική Κρήτη, με έδρα το Ηράκλειο. Ο Πεντέλμπουρυ γεννήθηκε το 1904 στο Λονδίνο και επί πέντε χρόνια εργάσθηκε στις ανασκαφές της Κνωσού. Γνώρισε έτσι καλώς τη χώρα και τους ανθρώπους της και απέκτησε τέλεια γνώση της νεοελληνικής. Στον επιστημονικό κόσμο είχε γίνει ευφήμως γνωστός με το ογκώδες έργο του “Η αρχαιολογία της Κρήτης”. Ο Πεντέλμπουρυ ήταν λοχαγός του βρετανικού στρατού και όταν η Κρήτη απέκτησε ιδιαίτερη σημασία, λόγω της θέσεώς της στη Μεσόγειο, τοποθετήθηκε κοντά στον ελληνικής καταγωγής υποπρόξενο Ηλιάδη, αδελφό της Λαίδης Κρόσφιλντ. Υπό το πρόσχημα του ερευνητή και προξενικού υπαλλήλου κατεύθυνε τους ποικίλους και πολύμορφους ιστούς μιας υπηρεσίας πολιτικών πληροφοριών.
Κατά την έρευνα της κατοικίας του, που βρίσκεται στην παλαιά συνοικία του Ηρακλείου, σε μια απλή και εξωτερικά ασήμαντη οικία, εκτός από σπουδαία έγγραφα, ανακαλύφθηκε μεγάλη αποθήκη εκρηκτικών υλών, χειροβομβίδων, όπλων και πυρομαχικών. Η αποθήκη επιδείχθηκε αμέσως σε επιτροπή αποτελούμενη από ένα μέλος της Ειδικής Μονάδας, του υπουργείου Εξωτερικών, τον στρατιωτικό διοικητή Ηρακλείου ταγματάρχη Τρέεκ, τον Έλληνα νομάρχη Ηρακλείου, τον δήμαρχο, τον διοικητή της Χωροφυλακής, καθώς και τον Βρετανό υποπρόξενο Ηλιάδη. Η ύπαρξη του πολεμικού υλικού βεβαιώθηκε με πρακτικό που συνετάγη σε τρεις γλώσσες, ενώ η αποθήκη φωτογραφήθηκε.
Η προκαταρκτική εξέταση των ανευρεθέντων εγγράφων εμφανίζει την πολυμάθεια, την ευρύτητα των σχέσεων και τη βαρύτητα των σχεδίων του απεσταλμένου αυτού, ο οποίος κατόρθωσε μέσα σε ελάχιστο χρόνο να οργανώσει εκτεταμένο δίκτυο πρακτόρων, όπως προκύπτει και από τις φωτογραφίες οπλισμένων πολιτών με αφιερώσεις προς τον Πεντέλμπουρυ. Στα χέρια μας περιήλθε ένας κατάλογος 13 πρακτόρων, ταυτότητες και αποδείξεις που υπέγραφαν οι πράκτορες για τα ποσά που έπαιρναν.
Ιδιαίτερη εντύπωση μας προξένησαν τα μεγάλα ποσά που διέθετε για πληρωμή των πρακτόρων, οι οποίοι έφερναν πληροφορίες από τη Δωδεκάνησο. Βάσει ενός σημειωματαρίου καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι προπαρασκευαζόταν η κατάληψη της Δωδεκανήσου από τους Άγγλους. Από άλλο σημείωμα προκύπτει ότι σχεδίαζε την αγορά πλοίου για τη συλλογή πληροφοριών απ’ αυτή την περιοχή.
Από ιδιωτικές επιστολές του εξάγεται ότι τα σχέδια του Πεντέλμπουρυ απέβλεπαν στην οργάνωση με κάθε μέσον αντιστάσεως στην Κρήτη, ώστε έτσι να επιδιωχθεί η κατάληψη όχι μόνο των Δωδεκανήσων, αλλά και άλλων ελληνικών νησιών.
Για τον Πεντέλμπουρυ ήταν δεδομένο ότι για την επιτυχία του σκοπού αυτού θα έπρεπε να βοηθήσουν οι Κρητικοί κάθε ηλικίας και τάξεως. Στις 5 Μαΐου γράφει επί λέξει στη σύζυγό του: “Το ηθικό των Κρητικών, όπως θα μπορούσες να προβλέψεις, είναι υπέροχο. Μπλάκετ, πού είναι οι στρατιώτες της Κρήτης; Λένε ότι πολεμούν ακόμη στην Πελοπόννησο διεξάγοντας ανταρτοπόλεμο, αλλά θα ήθελα να τους είχα εδώ, ώστε οι καπεταναίοι μας (όρος που δηλώνει τον αρχηγό ομάδος ανταρτών) να πολεμήσουν στα βουνά, ακόμη μάλιστα και οι γυναίκες και τα κορίτσια, αν χρειασθεί, όπως έγινε και στην Πίνδο”. Και: “Θα είναι μεγάλο γλέντι να πάρουμε πίσω την Ελλάδα και τα νησιά και να κατακτήσουμε τα Δωδεκάνησα, το όνειρό μου από πολλά χρόνια όπως ξέρεις”. Για ένα τέτοιο σκοπό οι δαπάνες δεν υπολογίζονταν. Ο Πεντέλμπουρυ σημείωσε ότι το ποσόν στων 400.000 λιρών στερλινών ήταν απαραίτητο για την εργασία στον τομέα της αρμοδιότητάς του.
Από τις αποδείξεις που ανέφερα, προκύπτει ότι σ’ έναν μόνο πράκτορα κατέβαλε τον Ιούνιο του περασμένου χρόνου δρχ. 47.000, ενώ κατά τους τελευταίους τρεις μήνες του 1940 δαπάνησε συνολικά δρχ. 71.400 σε αμοιβές πρακτόρων που του έδωσαν πληροφορίες από τη Δωδεκάνησο. Στον απολογισμό του έχει εγγράψει 302.000 δρχ. για αμοιβές πρακτόρων έναντι 40.000 δρχ. μόνο για έξοδα ταξιδίων και γραφείου. Εκτός απ’ αυτά, σύμφωνα με μη αποδεικνυόμενες γραπτώς αποδείξεις, πρέπει να πλήρωσε σε κάθε ημερήσια εφημερίδα του Ηρακλείου από 100.000 δρχ. Για να επιτύχει στον σκοπό του ο Πεντέλμπουρυ δεν δίσταζε σε τίποτε, όπως αποδεικνύουν οι αποδείξεις εξαγοράς δημοσίων υπαλλήλων και η διανομή χρυσών ρολογιών για ανταμοιβή εκδουλεύσεων.
Οι προσωπικές σημειώσεις του Πεντέλμπουρυ σε επιστημονικά θέματα και ένα ημερολόγιο αποδεικνύουν το υψηλό επίπεδο της μορφώσεώς του, τη μεγάλη εμπειρία του και την ακριβολογία του. Στις φωτογραφίες άλλοτε παρουσιάζεται ως αρχαιολόγος που ασχολείται με επιστημονικές εργασίες, άλλοτε ως υποπρόξενος, άλλοτε ως αξιωματικός ένστολος και άλλοτε με κρητική τοπική ενδυμασία. Πολλές ενθουσιώδεις επιστολές δείχνουν ότι κατόρθωσε να θεωρείται σε ευρείς κύκλους της Κρήτης, ως πρόμαχος της ελευθερίας του νησιού.
Επειδή η κατοικία και το γραφείο του Πεντέλμπουρυ βρίσκονται στο τμήμα της πόλης, που υπέφερε τα μέγιστα από τους γερμανικούς αεροπορικούς βομβαρδισμούς, αυτός ή θα σκοτώθηκε από τους βομβαρδισμούς ή θα τραυματίσθηκε ή δεν θα μπόρεσε να εισέλθει στην κατοικία του περιβαλλόμενη από ερείπια που καίνε, ώστε να καταστρέψει τα ίχνη της δράσεώς του. Κατά τις μεταγενέστερες έρευνές μας επανειλημμένα ακούσαμε να λέγεται ότι βρισκόταν τραυματισμένος στα βουνά, όπου του παρείχαν περίθαλψη. Διατάχθηκε από μας να εξακριβωθεί αν ο Πεντέλμπουρυ βρισκόταν μεταξύ των αιχμαλώτων Άγγλων αξιωματικών και αν όχι να γίνει από τις στρατιωτικές αρχές μεγάλης εκτάσεως έρευνα για την ανακάλυψή του.
Για την παρουσία μελών της Ειδικής Μονάδας στο Ηράκλειο ενημερώθηκε ο διοικητής της Ορεινής Μεραρχίας στρατηγός Ρίνγκελ.
Αποφασίσθηκε να ζητηθεί η αποστολή από την Αθήνα ενός αξιωματικού της υπηρεσίας αντικατασκοπίας για να του ανατεθεί η δίωξη των Άγγλων πρακτόρων. Θα μπορούσε αυτός με κατάλληλες ενέργειες να εξακριβώσει και τον τόπο που μένει ο Πεντέλμπουρυ, αν εξακολουθεί να βρίσκεται εν ζωή. Ενόσω κυκλοφορεί ελεύθερος στην Κρήτη, η ειρήνευση του νησιού δεν είναι εξασφαλισμένη. Εκτός απ’ αυτό, η σύλληψή του θα δώσει τη δυνατότητα ώστε να πληγεί σε νευραλγικό σημείο το δίκτυο της αγγλικής κατασκοπείας. Η μυστική αντίσταση της Κρήτης θα εξασθενούσε σημαντικά αν συλλαμβανόταν αυτός ο άνθρωπος, που έχει όλες τις ικανότητες για να γίνει ο Λώρενς της Κρήτης και που η δράση του κατόρθωσε να κάνει τον πληθυσμό να συμμετάσχει στον αγώνα κατά των γερμανικών στρατευμάτων».
Αλλά οι ανησυχίες του ιπποτικού Κύνσμπεργκ για τον «Λώρενς της Κρήτης», που καθόλου αβάσιμες δεν δείχνουν, είναι μάταιες. Ο Βρετανός αρχαιολόγος έχει ήδη χάσει τη ζωή του, μια είδηση που την υποπτεύεται αλλά δεν την έχει διασταυρώσει ο Γερμανός αντίπαλος και θαυμαστής του.
[1] Αναλυτικότερα βλ. Λαβύρινθος, τεύχος Μαρτίου 2004. Η συγκεκριμένη αποστολή της αποστολής Νταίλγκερ ήταν να συγκεντρώσει στοιχεία για τα πολιτιστικά κειμήλια του Αγίου Όρους, τα οποία με ταχύτατους ρυθμούς καταγράφηκαν και φωτογραφήθηκαν. Οι Γερμανοί ειδικοί της αποστολής είχαν την κρυφή ελπίδα ότι θα εντόπιζαν σε κάποιο ερμάριο κάποιου αγιορείτικου μοναστηριού το περίφημο «Άγιο Δισκοπότηρο», αλλά τελικά δεν δικαιώθηκε μια τέτοια προσδοκία. Είναι αξιοσημείωτο ότι μέχρι τώρα, αν και έχουν μεσολαβήσει τόσα χρόνια, καμιά αρμόδια ελληνική υπηρεσία, καμιά εκκλησιαστική ή άλλη αρχή και κανένας ενδιαφερόμενος ακαδημαϊκός δεν έχουν αναζητήσει τις χιλιάδες φωτογραφιών που είχαν ληφθεί και τους επιστημονικούς καταλόγους που είχαν συνταχθεί...

1 σχόλιο:

  1. Θέλω να μοιραστώ με οποιονδήποτε εδώ αναζητά δάνειο για επιχειρηματικό ή προσωπικό δάνειο για να επικοινωνήσει με τον κ. Pedro στο pedroloanss@gmail.com, επειδή ο κύριος Pedro και η εταιρεία δανείου του είναι το μόνο που εμπιστεύομαι όταν πρόκειται για λύση οικονομικής κατάστασης, γι' αυτό προτείνω Όποιος αναζητά οικονομική βοήθεια για να επικοινωνήσει με τον κ. Pedro με ετήσια απόδοση δανείου 2%, τώρα; Βλέπετε γιατί θα επιλέξω τον Πέδρο με την εταιρεία δανεισμού του 100% γνήσια χρηματοδότηση.

    ΑπάντησηΔιαγραφή